- συνουσιάζειν
- συνουσιάζωkeep company withpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκοροδώ — όω, Α (κυρίως το απαρμφ. ενεργ ενεστ.) σκοροδοῡν (κατά τον Ησύχ.) «συνουσιάζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον, πιθ. κατ επίδραση τού τ. σμορδοῦν συνουσιάζειν (βλ. λ. σμορδοῦν)] … Dictionary of Greek
смердеть — смержу, укр. смердiти, смерджу – то же, др. русск. смьрдѣти, ст. слав. смръдѣти ὄζειν (Супр.), болг. смърдя, сербохорв. смрдjети, смрди̑м, словен. smrdẹti, smrdim, чеш. smrděti, слвц. smrdеt᾽, польск. smierdziec, smierdzę, в. луж. smjerdzic, н … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
σμορδούν — Α (κατά τον Ησύχ.) «συνουσιάζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος, άγνωστης ετυμολ. που ανήκει στο ερωτικό λεξιλόγιο. Ο τ. σμορδοῦν (πιθ. < *σμόρδος) καθώς και ο τ. σμόρδωνες ανάγονται, κατά μία άποψη, στην ΙΕ ρίζα *smerd «μυρίζω άσχημα, βρομώ» (πρβλ. λιθουαν … Dictionary of Greek
τρώζειν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ψιθυρίζειν, συνουσιάζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. τι τρώ σκω*] … Dictionary of Greek
smerd-, smord- — smerd , smord English meaning: to stink Deutsche Übersetzung: ‘stinken” Material: Gk. σμόρδωνες pl. ‘stänker” Hes.; σμορδοῦν συνουσιάζειν; Lith. smìrdžiu, smirde ti ‘stink”, Ltv. smir̂dêt ds., Lith. smirdėle ̃ “dwarf elder”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary